- ἀμφιεστρίς
- ἀμφι-εστρίς, ίδος, ἡ,A cloak, wrap, Poll.6.10, 7.61.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀμφιεστρίδες — ἀμφιεστρίς cloak fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)